πίνω το αίμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίνω το αίμα < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]πίνω το αίμα
- εκμεταλλεύομαι στυγνά κάποιον
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ρουφάω το αίμα κάποιου
- ρουφάω το μεδούλι κάποιου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πίνω το αίμα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πίνω το αίμα - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
- ρουφώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)