πίων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πίνω

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πίων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peyH- (παχύς)

Επίθετο

[επεξεργασία]

πῑ́ων, πίων / πίειρα, πῖον

  1. παχύς, χοντρός
  2. (μεταφορικά) εύφορος, γόνιμος