παίγνιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παίγνιον τὰ παίγνι
      γενική τοῦ παιγνίου τῶν παιγνίων
      δοτική τῷ παιγνί τοῖς παιγνίοις
    αιτιατική τὸ παίγνιον τὰ παίγνι
     κλητική ! παίγνιον παίγνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιγνίω
γεν-δοτ τοῖν  παιγνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παίγνιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παίγνιον ουδέτερο