παίζουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

παίζουν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος παίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος παίζω
  3. θα παίζουν: γ' πληθυντικό οριστικής εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος παίζω