παίζω ξύλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Έκφραση

[επεξεργασία]

παίζω ξύλο στην αργκό σημαίνει ότι συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια, γρονθοκοπώ, παλεύω, δίνω σωματική μάχη με κάποιον ή κάποιους άλλους είτε στα σοβαρά, είτε (στα παιδιά κυρίως) για παιχνίδι


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]