παγίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγίδι | τα | παγίδια |
γενική | του | παγιδιού | των | παγιδιών |
αιτιατική | το | παγίδι | τα | παγίδια |
κλητική | παγίδι | παγίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγίδι < (ελληνιστική κοινή) παγίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγίδι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη παΐδι