παγανό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγανό τα παγανά
      γενική του παγανού των παγανών
    αιτιατική το παγανό τα παγανά
     κλητική παγανό παγανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παγανό < μεταπλασμός του παγανός σε ουδέτερο με βάση την αιτιατική [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παγανό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]