παγερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]παγερά < παγερός
Επίρρημα
[επεξεργασία]παγερά
- με παγερό τρόπο
- τον κοίταξε παγερά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παγερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παγερό