παγιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγιώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]παγιωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παγιώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγιωμένος
|