παγκρεατεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγκρεατεκτομή θηλυκό
- (ιατρική): χειρουργική αφαίρεση παγκρέατος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγκρεατεκτομή
|