παγοκυψέλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παγοκυψέλη < πάγος + κυψέλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παγοκυψέλη θηλυκό

  • πλαστική σακούλα ή μηχανισμός που γεμίζει με νερό και παράγει παγάκια με την τοποθέτησή του σε κατάψυξη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]