παγοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγοποίηση | οι | παγοποιήσεις |
γενική | της | παγοποίησης* | των | παγοποιήσεων |
αιτιατική | την | παγοποίηση | τις | παγοποιήσεις |
κλητική | παγοποίηση | παγοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɣoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία σχηματισμού πάγου από υγρό