παγωτού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

του παγωτού (el) γενική, ενικός, ουδέτερο

  • γενική (κλίση) || ενικού (αριθμού), του ουσιαστικού: (το) παγωτό ουδέτερο