παζαρλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παζαρλίκι | τα | παζαρλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παζαρλίκι | τα | παζαρλίκια |
κλητική | παζαρλίκι | παζαρλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παζαρλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pazarlιk + -ι < pazar < περσική بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.zaɾˈli.ci/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παζαρλίκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) το παζάρεμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παζάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παζαρλίκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λίκι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)