παθογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παθογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pathogène < πάθος + -γόνος
Επίθετο
[επεξεργασία]παθογόνος, -α/-ος, -ο(ν)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παθογόνος