παθός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παθός | οι | παθοί |
γενική | του | παθού | των | παθών |
αιτιατική | τον | παθό | τους | παθούς |
κλητική | παθέ | παθοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παθός < αρχαία ελληνική παθών, μετοχή αορίστου β΄ του πάσχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παθός αρσενικό
- αυτός που έπαθε κάτι και άρα έχει τη συγκεκριμένη εμπειρία
- μη μου τα λες εμένα, είμαι κι εγώ παθός και ξέρω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ο παθός μαθός: αυτός που έπαθε κάτι, αποκόμισε τη σχετική εμπειρία και έμαθε από αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παθός
|