παιδοψυχολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παιδοψυχολόγος < παιδο- + ψυχο- + -λόγος < παιδψυχο(λογία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παιδοψυχολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ψυχολογία, επάγγελμα) ο ψυχολόγος που έχει ειδικευτεί στα ιδιαίτερα προβλήματα της παιδικής ηλικίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παιδοψυχολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παιδο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)