παλαιοβιβλιοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιοβιβλιοπώλης οι παλαιοβιβλιοπώλες
      γενική του παλαιοβιβλιοπώλη των παλαιοβιβλιοπωλών
    αιτιατική τον παλαιοβιβλιοπώλη τους παλαιοβιβλιοπώλες
     κλητική παλαιοβιβλιοπώλη παλαιοβιβλιοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλαιοβιβλιοπώλης < παλαιο- + βιβλιοπώλης < βιβλί(ο) + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλαιοβιβλιοπώλης αρσενικό (θηλυκό βιβλιοπώλισσα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]