παλαιογεωγραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαιογεωγραφικός < παλαιογεωγραφία
Επίθετο
[επεξεργασία]παλαιογεωγραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παλαιογεωγραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαιογεωγραφικός