παλαιότυπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαιότυπο < ουδέτερο του παλαιότυπος < αρχαία ελληνική παλαιός + τυπόω / τυπῶ < τύπος < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλαιότυπο ουδέτερο
- (τυπογραφία) άλλη μορφή του παλαίτυπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαιότυπο
|