παλιοκερατάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλιοκερατάς αρσενικό
- (προφορικό, μειωτικό) για άνθρωπο που είναι πολύ κατεργάρης, δόλιος, πονηρός
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- παληοκερατάς (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλιοκερατάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επιτατικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλιο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)