παλιοσκρόφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλιοσκρόφα | οι | παλιοσκρόφες |
γενική | της | παλιοσκρόφας | — | |
αιτιατική | την | παλιοσκρόφα | τις | παλιοσκρόφες |
κλητική | παλιοσκρόφα | παλιοσκρόφες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλιοσκρόφα θηλυκό
- (υβριστικό) παλιογυναίκα, μεγάλη σκρόφα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλιοσκρόφα
|