παλιρροιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλιρροιογράφος < παλίρροι(α) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλιρροιογράφος αρσενικό
- συσκευή που καταγράφει τα παλιρροϊκά κύματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλιρροιογράφος
|