παλιόφυτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλιόφυτρα < παλιο- + φύτρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλιόφυτρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]