παλτόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλτόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παλτός. Εννοείται το ουδέτερο ουσιαστικό δόρυ. (για το παλτὸν πῦρ → δείτε τη λέξη παλτός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλτόν, -οῦ ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

παλτόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του παλτός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παλτός