πανακότα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανακότα | οι | πανακότες |
γενική | της | πανακότας | — | |
αιτιατική | την | πανακότα | τις | πανακότες |
κλητική | πανακότα | πανακότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανακότα < ιταλική panna cotta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανακότα θηλυκό άκλιτο
- γλυκό γλυκό από την Ιταλία, βασισμένο σε κρέμα γάλακτος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πανακότα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανακότα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)