πανηγυριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανηγυριστής οι πανηγυριστές
      γενική του πανηγυριστή των πανηγυριστών
    αιτιατική τον πανηγυριστή τους πανηγυριστές
     κλητική πανηγυριστή πανηγυριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πανηγυριστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυριστής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πανηγυριστής αρσενικό (θηλυκό πανηγυρίστρια)

  1. αυτός που πανηγυρίζει
  2. (για εορταστική και όχι εμπορική πανήγυρη) που συμμετέχει σε εορταστικό πανηγύρι
     συνώνυμα: εορταστής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα



(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα