πανηγυριώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανηγυριώτικος < πανηγυριώτης (<πανηγύρι) + -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]πανηγυριώτικος
- σχετικός με ένα πανηγύρι
- πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα