πανλειτουργισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανλειτουργισμός < από τη σύνθεση των λέξεων παν + λειτουργισμός. Απόδοση του αγγλικού functionalism.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανλειτουργισμός αρσενικό
- Θεωρία κατά την οποία, σε διάφορους τομείς, η λειτουργία ενός αντικειμένου (κλπ) πρέπει αντικατοπτρίζεται στην μορφή του, καθώς και στα υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή του.
- (Φιλοσοφία) Ορισμός πνευματικής κατάστασης που λαμβάνει υπόψη τα αίτια και τα αποτελέσματα.
- (Κοινωνικές επιστήμες) Ιδέα κατά την οποία η κοινωνική και η πολιτιστική συνοχή είναι αποτέλεσμα της αλληλοεξάρτησης και των αλληλεπιδράσεων των οργάνων μιας κοινωνίας.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανλειτουργισμός