πανομοιότυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανομοιότυπα < πανομοιότυπ(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.no.miˈo.ti.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νο‐μοι‐ό‐τυ‐πα
Επίρρημα
[επεξεργασία]πανομοιότυπα
- με πανομοιότυπο τρόπο, χωρίς αλλαγές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανομοιότυπα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πανομοιότυπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πανομοιότυπο, ουδέτερο του πανομοιότυπος