παντάναξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παντάναξ < παντ- (< πᾶς) + ἄναξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παντάναξ αρσενικό (θηλυκό: παντάνασσα)

  • ο βασιλιάς των πάντων, ο άρχοντας του σύμπαντος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]