παντελεήμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]παντελεήμων < παντ- (από το θέμα της αντωυνυμίας πας-πάσα-παν) + ελεήμων
Επίθετο
[επεξεργασία]παντελεήμων αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός/ή που ελεεί (ελεημονεί) τους πάντες. Συνηθίζεται στο αρσενικό γένος και σπανίως στο θηλυκό. Συχνά χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική έννοια αποκλειστικά ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο.
- ο παντελεήμων ιερέας πέθανε τελικά πάμφτωχος
- το άπειρο έλεος του παντοδύναμου και παντελεήμονος Θεού