παντογνώστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντογνώστης οι παντογνώστες
      γενική του παντογνώστη των παντογνωστών
    αιτιατική τον παντογνώστη τους παντογνώστες
     κλητική παντογνώστη παντογνώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παντογνώστης < παντο- + γνώστης (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική omniscient

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pan.doˈɣno.stis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παντογνώστης αρσενικό (θηλυκό: παντογνώστρια)

  • αυτός που γνωρίζει τα πάντα· αναφέρεται ως ιδιότητα του Θεού και, με κάποια σχετικότητα, για ανθρώπους με μεγάλο εύρος γνώσεων

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]