παντοκατευθυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παντοκατευθυντικός < παντο- + κακτευθυντικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική omnidirectional)
Επίθετο
[επεξεργασία]παντοκατευθυντικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που κατευθύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παντοκατευθυντικός