παντρολογιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παντρολογιέμαι < παθητική φωνή του παντρολογώ
Ρήμα
[επεξεργασία]παντρολογιέμαι
- βρίσκομαι σε μια πορεία που οδηγεί στο γάμο μου
- έχει σχέση μαζί της τόσα χρόνια και τώρα παντρολογιέται με άλλη
- ψάχνω να βρω σύζυγο
- δεν είναι πράματα αυτά, τώρα στα γεράματα να παντρολογιέμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παντρολογιέμαι
|