πανό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πανό αναρτημένο έξω από κτήριο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πανό < (άμεσο δάνειο) γαλλική panneau < παλαιά γαλλική panel < μεσαιωνική λατινική *pannellus < λατινική pannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂n- (ύφασμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πανό ουδέτερο άκλιτο

  • πανί ορθογώνιου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων, πάνω στο οποίο γράφεται ένα σύνθημα· στις δύο του άκρες στερεώνονται δύο ξύλα ώστε να μεταφέρεται από διαδηλωτές ή να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]