παπαδίστικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπαδίστικα < παπαδίστικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπαδίστικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- έτσι όπως ταιριάζει σε παπάδες
- ήταν ντυμένος παπαδίστικα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παπαδίστικα
|