παπαρδέλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπαρδέλας < παπαρδέλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παπαρδέλας αρσενικό

  • αυτός που λέει παπαρδέλες (ανοησίες)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]