παπαριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπαριάζω < παπάρα

παπαριάζω

  • (αμετάβατο) γίνομαι υγρός και μαλακός όπως η παπάρα στη σαλάτα


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]