παράβολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράβολο τα παράβολα
      γενική του παράβολου
παραβόλου
των παράβολων
παραβόλων
    αιτιατική το παράβολο τα παράβολα
     κλητική παράβολο παράβολα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράβολο < αρχαία ελληνική παράβολον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράβολο ουδέτερο

  1. το χρηματικό ποσό που πληρώνει ένας πολίτης προς το δημόσιο ώστε να μπορεί να ζητήσει από αυτό την έκδοση ενός εγγράφου ή να ασκήσει κάποιο άλλο δικαίωμά του
  2. το έντυπο που αποδεικνύει την καταβολή αυτού του ποσού και το οποίο πρέπει να κατατεθεί μαζί με άλλα δικαιολογητικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]