παράλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράλια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράλιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι παραλιακές περιοχές, τα παράλια μέρη.
- οι αρχαίες ελληνικές αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας