παραγοντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραγοντισμός < παραγοντίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραγοντισμός αρσενικό
- η επικράτηση στην πολιτική ζωή των κομματικών παραγόντων και όχι των ιδεολογικών αρχών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παράγοντας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραγοντισμός
|