παραγώγιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραγώγιση | οι | παραγωγίσεις |
γενική | της | παραγώγισης* | των | παραγωγίσεων |
αιτιατική | την | παραγώγιση | τις | παραγωγίσεις |
κλητική | παραγώγιση | παραγωγίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραγωγίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραγώγιση < παραγωγίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραγώγιση θηλυκό
- (μαθηματικά) η διαδικασία εύρεσης της παραγώγου μίας συνάρτησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραγώγιση
|