παραδόξως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραδόξως < παράδοξος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παραδόξως

  • κατά παράδοξο τρόπο, για κάτι που φαίνεται παράδοξο
Παραδόξως, σήμερα έχω καλή διάθεση.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]