παραισθησιογόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραισθησιογόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραισθησιογόνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραισθησιογόνο ουδέτερο
- ουσία που προκαλεί παραισθήσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραισθησιογόνο
|