παραιτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραιτώ < λείπει η ετυμολογία

παραιτώ

  1. (λόγιο) παρατώ
  2. (ειρωνικά) εξαναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί
    Δέκα περίπου μέρες μας παίδεψε όσο να παραιτηθή από Υπουργός ή να τον παραιτήσουνε (Νουμάς, 30-12-1907, αρ. 276, σ. 6)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]