παρακινούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρακινοῦμαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

παρακινούμαι, π.αόρ.: παρακινήθηκα, μτχ.π.π.: παρακινημένος