παρακυβέρνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακυβέρνηση | οι | παρακυβερνήσεις |
γενική | της | παρακυβέρνησης* | των | παρακυβερνήσεων |
αιτιατική | την | παρακυβέρνηση | τις | παρακυβερνήσεις |
κλητική | παρακυβέρνηση | παρακυβερνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακυβερνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρακυβέρνηση < καθαρεύουσα παρακυβέρνησις < παρά + κυβέρνησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρακυβέρνηση θηλυκό
- (πολιτική) ομάδα ανθρώπων που παρεμβαίνει παρασκηνιακά στο κυβερνητικό έργο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρακυβέρνηση
|