παραλλάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραλλάσσω < αρχαία ελληνική παραλλάσσω

παραλλάσσω (παθητική φωνή: παραλλάσσομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]