παραλληλόγραμμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραλληλόγραμμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραλληλόγραμμον, ουδέτερο του παραλληλόγραμμος < αρχαία ελληνική παράλληλος + γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραλληλόγραμμο ουδέτερο
- (γεωμετρία) επίπεδο τετράπλευρο με παράλληλες τις απέναντι πλευρές
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραλληλόγραμμο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)